- ὑπερηφανέων
- ὑπερηφανέων, οντος: part. as adj., exulting over, arrogant, Il. 11.694†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
υπερηφανώ — έω, Α [ὑπερήφανος] (επικ. τ.) 1. φέρομαι με αλαζονεία, με υπεροψία 2. εξυψώνω τον εαυτό μου, επαίρομαι 3. αποφεύγω να πράξω κάτι λόγω τής καταφρόνησης που νιώθω γι αυτό 4. (στον Όμ. μόνον στον ασυναίρ. τ. μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ.) ὑπερηφανέων… … Dictionary of Greek